ατέω

ατέω
ἀτέω (Α)
1. αψηφώ, περιφρονώ
2. φρ. «Μουσέων ἀτέει» — διαπράττει αμάρτημα σε βάρος των Μουσών
3. (μτχ.) ἀτέων
παράφορος, εκτός εαυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Χρησιμοποιείται η μτχ. του ρ. (ατέοντα στον Όμηρο και ατέοντες στον Ηρόδοτο), ενώ στον Καλλίμαχο μαρτυρείται και οριστική ατέει. Η ετυμολόγηση του τ. ως μετονοματικού παραγώγου του ᾱτη προκαλεί, λόγω του αρχικού α του ατέω, δυσχέρειες, που, κατά μία άποψη, μπορούν να αρθούν αν ο ομηρικός τ. ατέοντα διαβαστεί με συνίζηση του -εο- ως ᾱτέοντα ή α(F)ατέοντα. 'Αλλοι συνδέουν τη λ. με τον τ. ατη του Αρχιλόχου, που πιθ. αποτελεί μεταγενέστερη διόρθωση ή εσφαλμένο τ. (πρβλ. ατάσθαλος, άτη), ενώ ο συσχετισμός με το ρ. ατύζω «τρομάζω, καταπλήσσω» δεν δικαιολογείται σημασιολογικά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀτέοντα — ἀτέω demented pres part act neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic aeolic) ἀτέω demented pres part act masc acc sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτέοντες — ἀτέω demented pres part act masc nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεπατοῦν — περϊεπατοῦν , περί , ἐπί ἀτέω demented pres part act masc voc sg (attic epic doric ionic aeolic) περϊεπατοῦν , περί , ἐπί ἀτέω demented pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνατίον — ἐν ἀτέω demented pres part act masc voc sg (epic doric ionic aeolic) ἐν ἀτέω demented pres part act neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic aeolic) ἐν ἀτίζω not to honour pres part act masc voc sg ἐν ἀτίζω not to honour pres part act neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατύζομαι — ἀτύζομαι και ἀτύζω (Α) 1. συνταράσσομαι, τρομάζω, φοβάμαι 2. ταράζομαι από λύπη 3. εκπλήσσομαι, μένω έκθαμβος 4. ( ω) τρομάζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. συσχετίστηκε με τα χεττιτ. hatuki «τρομερός, φοβερός» και αλβ. tus «τρομάζω»,… …   Dictionary of Greek

  • διαπερατοῦσι — διά , περί ἀτέω demented pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic aeolic) διά περατόω limit pres part act masc/neut dat pl (attic ionic) διά περατόω limit pres ind act 3rd pl (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεπατοῦσαν — κατά , ἐπί ἀτέω demented pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατῶν — παρά ἀτέω demented pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεπατοῦσαν — περϊεπατοῦσαν , περί , ἐπί ἀτέω demented pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταπατῶν — σύν , κατά , ἀπό ἀτέω demented pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic aeolic) σύν , κατά ἀπατάω cheat pres part act masc voc sg σύν , κατά ἀπατάω cheat pres part act neut nom/voc/acc sg σύν , κατά ἀπατάω cheat pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”